Δευτέρα 12 Νοεμβρίου 2007

Ω, τι κόσμος μπαμπά!

Παραδεισιώτες και παραδεισιώτισσες! Καλησπέρα σας και πάλι από τον ΑΓΙΟ. Δυο κουβέντες μόνο θα ‘θελα να πούμε απόψε. Είδα κάτι που με ενόχλησε πολύ. Με έκανε να σκεφτώ που πάμε τελικά. Που πάμε σαν άτομα, σαν προσωπικότητες, σαν κοινωνία, σαν λαός. Οι δείχτες του ρολογιού μου έδειχναν δέκα το βράδυ. Ένα τυπικό σαββατιάτικο βράδυ στη φθινοπωρινή – επιτελούς – πρωτεύουσα της νήσου Κύπρου. Και παρόλο που η σάρξ ήταν απρόθυμη, έκανα το μεγάλο βήμα και βγήκα από το σπίτι. Περπάτημα. Δεν τολμώ να πω «joking». Βαριά κουβέντα για μένα! Βαδίζοντας στο έρεβος, βυθισμένος στις σκέψεις και τους λογισμούς μου, έβλεπα τους ανθρώπους να τρέχουν ένθεν κακείθεν, τα αυτοκίνητα να περνάνε, ως συνήθως πάνω στα πεζοδρόμια, τα λιγοστά café της περιοχής γύρω από το σπίτι μου να είναι ασφυκτικά γεμάτα και τα ανθρώπινα κορμιά να λικνίζονται στους ρυθμούς Μαζωνάκη και Ρουβά… Εγώ στον κόσμο μου, όπως πάντα. Και όταν επιτέλους πέρασα από την «κυριλλέ» περιοχή και μπήκα στο στενό καθ’ οδόν για το σπίτι, ένιωσα το πόδι μου να πατάει σε κάτι μαλακό. Εκείνη την ώρα, εξ αίφνης, ξύπνησα. Κοιτάζω κάτω και βλέπω κάτι φρικτό! Απαίσιο! Ναι, ναι αυτό είναι, κυρία μου. Ένα γατάκι, ετών ποιος ξέρει πόσων, κειτόταν στο δρόμο νεκρό, με τα εντόσθια και τα μάτια του έξω, μέσα σε μια λίμνη αποξηραμένου αίματος, με ένα τσούρμο μύγες από πάνω. Και αυτό το θέαμα, πάω στοίχημα, ξέρετε από τι προκλήθηκε. Ναι, ναι, αμήν, αμήν, λέγω υμίν είτε από τις ρόδες κάποιου «καμικάζι» της ασφάλτου, είτε από την αδαοσύνη κάποιου ασυνείδητου οδηγίσκου, ο οποίος νόμισε ότι επειδή κυκλοφορεί με πανάκριβο BMW μπορεί να κάνει ό,τι θέλει και όποιον πάρει ο χάρος. Είναι, κυρία μου, υπαρκτή η εικόνα αυτή της κοινωνίας μας. Υπαρκτή και τραγική. Στη Λευκωσία, πρωτεύουσα της νήσου Κύπρου, οι οδηγοί έχουν απόλυτη κυριότητα στο δρόμο, αλλά και στο πεζοδρόμιο. Και οι πεζοί θα μου πείτε; Στα δέντρα! Καλά ακούσατε: εμείς, εμείς που δε μας αγόρασε ο μπαμπάς αυτοκινητάκι, που δεν έχουμε την τιμή να κυκλοφορούμε τη γκόμενα σε αυτοκίνητο πολυτελείας, όλοι εμείς οι πεζοί πρέπει να κυκλοφορούμε από δέντρο σε δέντρο, κυρία μου. Ταρζάν της πρωτευούσης θα γίνουμε. Τώρα θα μου πεις δεν έχει και δέντρα η πρωτεύουσα. Αδιάφορο! Ξεχάσαμε όμως τη γατούλα. Μην ανησυχείς, κυρία μου, είναι ακόμα εκεί. Κείτεται στο δρόμο νεκρή, με τα εντόσθια και τα μάτια της έξω, μέσα σε μια λίμνη αποξηραμένου αίματος, με ένα τσούρμο μύγες από πάνω. Ακόμα! Γιατί, κυρία μου, έχουν και άλλες δουλειές στο δήμο της πρωτευούσης… της ευρωπαϊκής μας πρωτευούσης! Μην ξεχνιόμαστε!
Η δυστυχία μου όμως έχει και συνέχεια. Δευτέρα πρωί. Δυστυχώς ήρθε! Μια νέα εβδομάς πνευματικού κάματου ξεκινάει. Καλά θα κόψω κάτι! Πρωί πρωί, περί τις οκτώ παρά τέταρτο εξήλθον της οικίας μου και διηύθυνα τα βήματά μου, προς το τιμημένο «τέμενος των Μουσών», το Πανεπιστήμιο Κύπρου. Περνώντας από την περιοχή στην οποία βρίσκεται το Ανοικτό Πανεπιστήμιο Κύπρου, στην περιοχή του Aluminium Tower, εντόπισα ένα αυτοκίνητο να με προσπερνάει με ταχύτητα και να σταθμεύει σε ένα χώρο στάθμευσης, ο οποίος προοριζόταν για ανθρώπους με κινητικά προβλήματα. Με έκπληξη μου παρατήρησα ότι ο υπεύθυνος ασφαλείας ενός κτηρίου της περιοχής, αδιαφόρησε για το γεγονός. Η λογική θα υπαγόρευε να κοιτάξω αλλού και να συνεχίσω την πορεία μου. Όμως αποφάσισα να μην υπακούσω – σπάνια το κάνω αυτό – στη λογική. Κατευθύνθηκα προς το μέρος του εν λόγω γαϊδάρου με κουστούμι (ζητάω συγγνώμη στα συμπαθή τετράποδα αν τα θίγω με αυτό που λέω!) και του υποδεικνύω ευγενικά – με το σεις και με το σας – ότι ο χώρος στάθμευσης ανήκει σε άτομα με κινητικά προβλήματα. Η απάντηση; «Τζαι σένα ήντα που σε κόφτει, ρε;»
Αυτή είναι η κυπριακή κοινωνία, κυρία μου. Αυτοί είμαστε. Μια ζωή τα ίδια και τα ίδια. Τι Ευρώπη και ιστορίες, μου λες. Μπήκαμε για τα καλά στο ρόλο του λεφτά κυρίου, με τα γυμναστήρια, τα αυτοκίνητα πολυτελείας, με τις γκόμενες κλπ κλπ. Και οι κυρίες με τα κομμωτήρια, τα «ταγιεράκια», τα αυτοκίνητα και αυτές, τη «γκλαμουριά» κλπ κλπ. Αυτοί είμαστε. Τι μας ενδιαφέρει εμάς τώρα για τους άλλους. Για τον πτωχό γατούλη και τους ανθρώπους με κινητικά προβλήματα. Και όταν κάποιοι μας πούνε κιόλας ότι κάνουμε λάθος, ξέρετε την κίνηση που κάνουμε. Έκτασις της χειρός εις οριζοντίαν σχεδόν θέσην, λύγισμα αυτής και κίνησις από πάνω, εις εν σημείον εις τη μέσην περίπου του ανθρωπίνου σώματος.
Αυτοί είμαστε και δε βλέπω να αλλάζουμε ποτέ. Μα ποτέ, βρε γαμώτο…
Όσο για τον «κύριο» που σας ανέφερα προηγουμένως, ελπίζω να έχει ήδη πληρώσει την κλήση που του έδωσε το συμπαθητικό και μάλλον νιοφερμένο, εις τας τάξεις της κυπριακής αστυνομίας, όργανο της τάξεως… Και λέω νιοφερμένο γιατί αυτή είναι μια άλλη μεγάλη ιστορία που θα πούμε άλλη φορά.
Καληνύχτα σας!

Δεν υπάρχουν σχόλια: